DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vågor n
industr., construct., met. σχοινία f
vå̀g n ~en ~ar
gen. ζυγαριά f
commun. λεπτός παλμός; αθροιστική υπερύψωση παλμού
life.sc., el. κÙμα
nat.sc., environ. κύμα f
scient., el. οδεύον κύμα