DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vågfront n
earth.sc. μέτωπο επιφανειακού κύματος
el. επιφάνεια κάθετη στη διεύθυνση διάδοσης ακτινοβολίας; μέτωπο επίπεδου κύματος
life.sc., el. μέτωπο κÙματος
phys.sc. μέτωπο κύματος