DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vå̀rta [vå`rta el. vårt`a] n ~n vårtor
agric. κόκκινο λιρί; εξόγκωμα f; όζος m
met. προεκβολή
"vå̀rta" n
industr., construct., met. μικρό εξόγκωμα