DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
vå̀g n ~en ~ar
gen. ζυγαριά f
commun. λεπτός παλμός; αθροιστική υπερύψωση παλμού
life.sc., el. κÙμα
nat.sc., environ. κύμα f
scient., el. οδεύον κύμα
vä̀g n ~en ~ar
environ. δρόμος m; πορεία m; δρόμος/πορεία m; διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος
IT, dat.proc. κλάδος
IT, tech. ροή
stat. συμπαγής συστάδα προσδιορισμένης κλάσης ή κατηγορίας
transp. οδός m
transp., construct. οδόστρωμα οχημάτων
vågor n
industr., construct., met. σχοινία f
vä̀ga v
gen. ζυγίζω
vag adj. ~t ~a
gen. ασαφής