DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
växtsamhälle n ~t ~n
environ. φυτοκοινωνία f
life.sc., environ., nat.res. ένωση φυτών (phytocoenosis); φυτική κοινότητα (phytocoenosis); φυτοκοινωνία f (phytocoenosis); φυτοκοινότης m (phytocoenosis); φυτοκοινότητα f (phytocoenosis)
nat.sc. φυτική ομάδα