DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
värld [vä´rd] n ~en ~ar
environ. κόσμος m; παγκόσμιος (-α, -ο); πλανήτης; "κόσμος/πλανήτης/παγκόσμιος -α, -ο"; κόσμος/πλανήτης/παγκόσμιος -α, -ο