DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
värdepappersfond n ~en ~er
fin. εταιρία επενδύσεων; αμοιβαίο κεφάλαιο; διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων
invest. κεφάλαιο επενδύσεως; επενδυτικό ταμείο
värdepappersfonder n
account. αμοιβαία κεφάλαια