DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
väljare n
gen. ψηφοφόρος m
comp., MS επιλογέας f
el. επιλογέας λήψεων; διακόπτης m
IT μονάδα επιλογής
Väljaren n
comp., MS Επιλογέας f