DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adverb
valar n
environ. κητοειδή; φάλαινες f
life.sc., environ. κητοειδή (Cetacea); κητώδη (Cetacea)
vàl n ~en ~ar
gen. εκλογή
commun. επιλογή
econ. εκλογές f
law δικαίωμα επιλογής
vàl zool. n
econ. φάλαινα f
väl adv. bättre bäst
gen. ευημερία
bä́ttre adv.
gen. καλύτερα
bäst adv.
gen. κάλλιστα