DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä́xel [väk´sel] n ~n växlar
gen. συνάλλαγμα f
chem. αλλαγή ταχυτήτων; γρανάζια μετάδοσης κίνησης
comp., MS περνάω m
econ. πιστωτικός τίτλος
fin. συναλλαγματική
forestr. γρανάζι; γραμμάτιο m; γρανάζι μετάδοσης κίνησης
IT παράμετρος διακλάδωσης
transp., tech., construct. ψαλίδι σιδηροδρομικής γραμμής; αλλαγή γραμμής; αλλαγή πορείας; αλλαγή τροχιάς; βελόνη; διακλάδωση; κλειδί σιδηροδρομικής γραμμής; λοστός m; τροχιά αλλαγής κατεύθυνσης
vä́xel- n
gen. εναλλασσόμενος