DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä̀xling n ~en ~ar
comp., MS σελιδοποίηση
el. αλλαγή κατάσταση φλιπ-φλοπ
industr., construct., met. α ναστροφή
IT, dat.proc. εναλλαγή
mech.eng. αλλαγή κίνησης; αλλαγή ταχύτητας
transp. πλέξη
transp., mil., grnd.forc. "μανούβρα"; διάρθρωση αμαξοστοιχίας; σύσταση αμαξοστοιχίας