DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä̀xellåda n ~n -lådor
forestr. μετάδοση κίνησης
mech.eng. μηχανισμός αλλαγής ταχύτητας; μειωτήρας f; περίβλημα κιβωτίου ταχυτήτων; διάταξη αλλαγής ταχύτητας
transp. κιβώτιο ταχυτήτων