DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä̀xelbruk n ~et
gen. διαδοχή καλλιεργειών
agric. αμειψισπορά ή εναλλαγή καλλιεργειών
econ. διαδοχική καλλιέργεια
environ. αμειψισπορά f (αγροτεμαχίων); εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά αγροτεμαχίων/εναλλαγή καλλιεργειών