DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
vä̀v n ~en ~ar
environ. φέρων οργανισμός; ιστός m; ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός
vä̀va v
industr., construct. υφαίνω
vävd v
construct. πλεκτό