DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
vä̀rmare n ~n; pl. ~, best. pl. värmarna
earth.sc., mech.eng. προθερμαντήρας f
el. θερμαντικό σώμα
environ. θερμαντήρας f; αερόθερμο m; θερμάστρα f; θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα f
vàrm adj. ~t ~a
gen. ζεστός
comp., MS Θετικός
varmt adj.
gen. ζεστά