DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä̀ndning n ~en ~ar
gen. μεταστροφή; στροφή
agric. αναστροφή των τυριών; γύρισμα των τυριών
industr., construct., met. ανατροπή; γύρισμα
transp. ελιγμός αναστροφής