DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vä̀lta v
gen. ανατρέπω
forestr. στοίβα; στοιβάδα; στοίβα κορμοτεμαχίων; σωρός; ανατροπή; υπερστροφή; κλίση
transp. κυλινδρώ; συμπυκνώνω με χρήση οδοστρωτήρα