DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
vä̀gg n ~en ~ar
construct. αρμοκάλυπτρο; παρειά; διεπιφάνεια
environ. τοίχωμα f; τείχος m; τοιχείο; τοίχος m; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f
transp., avia. διάφραγμα f; Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα
vägg
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Food industry1