| |||
αρμοκάλυπτρο; παρειά; διεπιφάνεια | |||
τοίχωμα f; τείχος m; τοιχείο; τοίχος m; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f | |||
διάφραγμα f; Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα |
vägg : 3 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 2 |
Food industry | 1 |