DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utvärdering n ~en ~ar
comp., MS απολογισμός m
law διαδικασία αξιολόγησης
mater.sc. αξιολόγηση
work.fl., IT, transp. μελέτη αξιολόγησης; μελέτη αποτίμησης