DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
uttvättning n
gen. κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής; Κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
environ. έκπλυση; παγίδευση