DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utstakning n ~en ~ar
agric. σημείωση θέσεως των πρέμνων; μαρκάρισμα
construct. πασσάλωση; χάραξη επί του εδάφους
life.sc., construct. λεπτομερείς αποτυπώσεις θέσεως