DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utsläpp n ~et; pl. ~
gen. απόβλητα f
environ. εκροή επεξεργασίας υγρών από την επεξεργασία αποβλήτων; εκπομπή; αποδέσμευση/απελευθέρωση/ έκλυση/κυκλοφορία