DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utsättning n ~en ~ar
agric. πλήρωση δεξαμενής με ιχθύδια
construct. χάραξη επί του εδάφους; πασσάλωση
life.sc., construct. λεπτομερείς αποτυπώσεις θέσεως
mater.sc. μελέτη διάταξης θέσης
pharma. παύση πρόκλησης