DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utrustningar n
environ. εξοπλισμός
ùtrustning n ~en ~ar
gen. συσκευή
comp., MS εξοπλισμός
industr. εξάρτημα f
law, econ. εξοπλισμός επιχείρησης