DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utnyttjandegrad n ~en ~er
commun., transp. βαθμός χρησιμοποίησης
econ., energ.ind. τεχνική αποτελεσματικότης,συντελεστής τεχνικής αποτελεσματικότητας
el. παράγων δραστηριότητας
IT Ποσοστό χρήσης
market. ποσοστό χρησιμοποίησης
phys.sc. συντελεστής χρησιμοποίησης
tech., industr., construct. λόγος οπλισμού