DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utmatning n
gen. αδειάζω; πιέζω; πιέζω προς τα έξω
IT, tech. διαδικασία εξαγωγής
utmatnings- n
med. ...εξαγωγής
ùtmätning n ~en ~ar
econ. κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων