DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utlösare n ~n; pl. ~, best. pl. -lösarna
commun., el. αποσυμπλέχτης; μηχανισμός απεμπλοκής
IT, life.sc. παλμός μετατροπέα
nat.res. ενεργοποιητής