DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utgångsmaterial n ~et; pl. ~
agric. αρχικό γενετικό υλικό; αρχικό υλικό
industr. υλικό εκκίνησης
life.sc., agric. βασικό πολλαπλασιαστικό υλικό' απόθεμα πολλαπλασιασμού
met. ακατέργαστο τεμάχιο