DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
utgången n
comp., MS καταργήθηκε m
ùtgång n ~en ~ar
el. βήμα ανύψωσης; ακροδέκτης εξόδου
industr., construct., chem. `Eξοδος λεκάνης φούρνου
industr., construct., el. έξοδος
IT πόρτα f; θύρα f
utgå v
gen. προχωρώ; λήγω