DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utfyllnad n ~en ~er
commun. χαρακτήρας πλήρωσης
el. πλήρωση καλωδίου; υλικό πλήρωσης καλωδίου
IT αραιώνω κατακορύφως
IT, tech. χαρακτήρας συμπλήρωσης
Utfyllnad n
comp., MS αναπλήρωση