DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utforsling n ~en
agric. εκχύλιση; εξαγωγή
forestr. μετατόπιση; μεταφορά υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους
nat.sc., transp., agric. μεταφορά ξύλων έξω από το δάσος
transp., agric. μεταφορά ξυλείας