DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
utflytning n ~en
chem. στρογγύλεμα f
commun., transp. επίπλευση προσγείωσης
transp. προγραμματισμένη πρόνευση; αρχή καθόδου
transp., avia. επίπλευση