DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
uppstallning n
agric. σταυλισμός m
anim.husb. ενσταβλισμός m
ùppställning n ~en ~ar
gen. παράταξη m
agric., tech. Τοποθέτηση
IT πίνακας f; κατάστρωση; μήτρα f
stat. συστοιχία m; διατεταγμένης σειράς