DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
upplagsplats n ~en ~er
agric., mater.sc. κορμοπλατεία m
construct. συσσωρευμένο υλικό; κατάθεσις υλικών 2.αποτεθειμένα υλικά κατασκευών
transp. χώρος αποθήκευσης; χώρος συσσώρευσης