DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
uppgiftslämnare n ~n; pl. ~, best. pl. -lämnarna
gen. υπόχρεος παροχής των πληροφοριών; υπόχρεος υποβολής πληροφοριών
crim.law. πληροφοριοδότης m
law πληρoφoριoδότης