DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
uppehållstid n
el. χρόνος συγκράτησης
environ. χρόνος παραμονής; διάρκεια κατακράτησης; διάρκεια ζωής; διάρκεια παραμονής
stat. χρόνου παραμονής