DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
upparbetning n ~en
agric., industr., construct. πρωτογενής μετατροπή; χονδροειδής μετατροπή; επιχείρησις διαμορφώσεως
environ. επανεπεξεργασία f
forestr. μετατροπή,μετασχηματισμός; διαμόρφωσις m; πρωτογενής επεξεργασία; επεξεργασία
industr., construct. πρίσις
nucl.phys. επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου; επεξεργασία ακτινοβοληθέντος πυρηνικού καυσίμου; κατεργασία καυσίμου