DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
útskott n ~et; pl. ~
gen. επιτροπή της Επιτροπής των Περιφερειών
law, lab.law. επιτροπή
tech., industr., construct. κοπή χαρτιού κατά την παραγωγική διαδικασία
tech., wood. υπόλοιπα m; έκτη διαλογή; απορρίμματα f; σκύβαλα f