DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtvinning n
environ. εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή; εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση
law, min.prod. επανάκτηση