DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtväxling n ~en ~ar
fin., IT διαμεταφορά f
forestr. γρανάζι; σχέση ταχυτήτων
mech.eng. σχέση μετάδοσης ζεύγους οδοντοτροχών; σχέση οδοντοτροχών