DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ùttryck n ~et; pl. ~
gen. εκδήλωση
comp., MS παράσταση
IT έκφραση
mater.sc. έκφραση γονιδίου
nat.sc., agric. στάδιο εκδήλωσης
ùttrycka v
gen. εκφράζω; διατυπώνω; εκδηλώνω