DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùttag n ~et; pl. ~
gen. ακροδέκτης m; πρίζα f
earth.sc., mech.eng. εξαγωγή,αφαίρεση
fin. αυτοπαράδοση
industr., construct., met. ρυθμός τήξεως του γυαλιού
ùttag syrgas n
transp., avia. στόμια/έξοδοι οξυγόνου