DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtställning n ~en ~ar
environ. έκθεμα f; αποδεικτικό στοιχείο; θέαμα f; έκθεση; επίδειξη; παράσταση; προβολή; θέαμα/έκθεση/επίδειξη/παράσταση/προβολή f
market. εμπορική έκθεση