DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtslag n ~et; pl. ~
gen. απόφαση
chem. χνούδι; θάμπωμα
health. εξάνθημα
industr., construct. εξάνθηση; εξανθηματισμός,εξάνθησις m
law ετυμηγορία f