DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtsäde n ~t ~n
agric. σπόροι προς σπορά; σπόροι για σπορά
econ. σπόρος για σπορά
environ. σπόρος για σπορά προϊόν
med. γεωργικοί σπόροι