DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtredning n ~en ~ar
account. διερεύνηση
econ., market. διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση
law ανάκριση
transp., avia. εξέταση
utredningen n
math. διαπίστωση
stat. διαπίστωση