DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtlopp n
construct. υποδοχή στομίου αποστραγγίσεως
life.sc. βραχίων ποταμού; έξοδος λεκάνης απορροής; εκβολή τάφρου; απαγωγός τάφρος
mech.eng. εξαγωγή
work.fl., construct. ελκομένη παροχή