DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtjämning n ~en ~ar
gen. διόρθωση συστήματος ακουστικών μετρήσεων; ισοστάθμιση
el. εξίσωση; εξισορρόπηση
industr., construct. εξομοίωση
math. εξομάλυνση
stat. αποφοίτηση