DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtgift n ~en ~er
econ. δαπάνη
ùtgifter n
econ., stat. έξοδο m; επιβάρυνση
environ. δαπάνη; δαπάνες f; δαπάνη/δαπάνες
work.fl., IT επιβαρύνσεις