DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtbildning n ~en ~ar
gen. εκπαίδευσης
econ. παιδεία m
ed. εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση; παιδεία' εκπαίδευση
environ. εκπαίδευση; αγωγή; μόρφωση; κατάρτιση; άσκηση; εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία
law, lab.law. μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης